ΚΑΛΩΣ ΗΛΘΑΤΕ ΣΤΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ ΜΟΥ !

18 Σεπτεμβρίου 2008

Το παλιό παράθυρο...Παναγιώτης Παπαδούκας


Πολλά παράξενα μου έχουν συμβεί στη ζωή μου, αλλά ετούτο εδώ είναι από εκείνα που βγαίνουν από τα όρια. Είχα νοικιάσει ένα ήσυχο σπιτάκι, σ' ένα ήσυχο δρόμο, σε κάποια ήσυχη γειτονιά. Δεύτερο πάτωμα. Στο πρώτο έμενε η σπιτονοικοκυρά, η κυρία Ευτέρπη, που δεν έμενε όμως, γιατί θα πήγαινε να μείνη σε κάποια συγγένισσά της, σε κάποιο χωριό. Για λίγον καιρό. Μόλις έβαλε στο χέρι τα πρώτα μαζεμένα νοίκια, πήρε τη βαλίτσα και αναχώρησε : Τα μάτια σας και το σπίτι κύριε Αντωνάκη. Έννοια σου, κυρία Ευτέρπη. Να πας στο καλό κι όταν θα γυρίσης θα το βρης στη θέση του. Μοναχός σ' ένα σπίτι. Απόλαυσι. Και να 'χης κι έναν μικρό κήπο με περικοκλάδες και μια συκιά που θά 'κανε σύκα στον καιρό της. Άλλη απόλαυσι.
Το απάνω πάτωμα που λέω, είχε δύο δωμάτια. Και το ενα ειχε και παράθυρο στο δρόμο. Αυτήν την κάμαρα, που ήταν ανατολική, την προώρησα για κρεβατοκάμαρα. Και δεν μπορούσα να κάνω και διαφορετικά, γιατί έτσι είχε κανονίσει η κυρία Ευτέρπη. Το σπίτι ήταν επιπλωμένο. Μια σιδερένια κρεβατάρα, στολισμένη με παχουλά αγγελάκια, μου υποσχόταν ήσυχο ύπνο κι έπεσα νωρίς την πρώτη νύχτα της "μισθώσεως" για να τον απολαύσω.
Και εκεί κατά τη μία μετά τα μεσάνυχτα, με ξύπνησε μια τραγουδιστική θρηνωδία που άκουσα έξω απο το παράθυρό μου. Ήταν μια σπασμένη, βραχνή αντρική φωνή, που την ακομπανιάριζε μια κιθάρα κι εκείνη σπασμένη, καθώς κατάλαβα. Κι έλεγε λοιπόν η θλιβερή φωνή :"Η νύχτα φεύγει ολόχαρη, νεράιδα μου κοιμάσαι..." και τα λοιπά. Αϊ, περαστικός είναι, είπα μέσα μου.Θα κάνη το κέφι του ο άνθρωπος και θα πάη στη δουλειά του. Αλλά δεν πήγε. Αφού τελείωσε τη τη νύχτα που φεύγει ολόχαρη, έπιασε το "αν παρήλθαν οι χρόνοι εκείνοι " και πολλά και διάφορα άλλα τέτοια. Εγώ έχω τον ύπνο μου πολύ ελαφρό και που να κλείσω μάτι. Είπα να βγώ στο παράθυρο και να τον βάλω μπροστά τον κανταδόρο, αλλά ύστερα έκανα άλλη σκέψη: Πρώτη μέρα, ας μην κάνω καυγά. Κάποτε θα φύγη ο μοναχικός τραγουδιστής. Και πραγματικά σταμάτησε μετά τις τρεις. Μέσα στη βαθειά σιγή της νύχτας, άκουσα τα βήματά του που ξεμάκραιναν στο πεζοδρόμιο. Κοιμήθηκα.
Τη δεύτερη νύχτα, νάτος πάλι ο βραχνός κι απελπισμένος τραγουδιστής με τη θλιβερή κιθάρα. Ο.τι με είχε πάρει ο ύπνος, η σπασμένη φωνή ξεχύθηκε στο δρόμο και τριβέλιζε τ' αυτιά μου : 
"κάτω εις την ερημον σ' ερημα δάση τον τάφον μου εσκαψα δια να ταφώ... δια να ταφώωωωωωω!"
Και αυτό το τελευταίο το " ταφώωωωωωωωω" το τράβαγε σαν σερπατίνα που ξετυλίγεται. Είπε και δεύτερο, και τρίτο και τέταρτο. Α ! Εδώ έχουμε να κάνουμε με συστηματικό ταραξία της νυχτερινής ησυχίας. Εκείνο που μούκανε εντύπωση, ήταν ότι αυτός ο ρωμαντικός φωνακλάς ερχόταν μόνος του. Δεν είχε συντροφιά να τον σεγκοντάρη, όπως γίνεται με τις καθώς πρέπει καντάδες. Σκέφτηκα πάλι να προβάλω στο παράθυρο και να τον κατσαδιάσω, αλλά η φωνή του, μ΄όλο που ήταν βραχνή, είχε κάτι το συμπαθητικό.
Για ποιόν τραγουδάει άραγε; αναρωτήθηκα. Θάναι καμμιά σκληρόκαρδη γειτονοπούλα, που δεν εννοεί να ενδώση. Το πρωί θα ερευνήσω.
Αλλά που να ερευνήσω ; Απέναντι δεν υπήρχαν σπίτια. Ήταν οικόπεδα.Στο από δεξιά διπλανό σπίτι καθόταν ένα ζευγάρι συνταξιούχοι. Και στο από αριστερά διπλανό, μια οικογένεια που είχε δυο αγόρια. Κορίτσια πουθενά. Κι έπειτα, αυτός ο τύπος, στεκόταν ακριβώς κάτω από το δικό μου παράθυρο. Που στο διάολο ήταν χωμένη η λεγάμενη που τον είχε φέρει σε τέτοια αξιολύπητη θέση; Να είχε στόχο την κυρία Ευτέρπη , αποκλείεται. Η γυναίκα είχε πατημένα τα εξήντα πέντε και δεν σήκωνε ρομάντσα.
Και την τρίτη νύχτα, το πρόγραμμα επαναλαμβάνεται. Κατά τη μιάμιση ακούστηκε πάλι:
"Ρόδον, ρόδον μου ωραίον μου μαραίνεις την καρδίαν και της αύρας ευωδίαν πανταχού διασκορπάς...."
Εξακολούθησε το ρεπερτόριό του κι έφυγε αργά. Ήταν η τελευταία φορά που έκανα υπομονή. Αν ξαναρχόταν και αύριο, θα πέρναγα στην αντεπίθεσι. Έπεσα κατά τις δώδεκα. Άκρα ησυχία. Κι έπειτα ένα μουρμούρισμα αναδεύτηκε στ' αυτιά μου και ξύπνησα: 
"Άνοιξε το παράθυρο το κρυσταλλένιο τζάμι, πούχω δυό λόγια να σου πω και ξανακλείστο πάλι....""
Και ενώ ετοιμαζόμουν να σηκωθώ και ν' ανοίξω το παράθυρο, για να του πω τα λόγια που έπρεπε, στα πατζούρια μου αντήχησαν κάτι κοφτοί κρότοι. Ήταν πετραδάκια που πετούσε ο ενοχλητικός αυτός κανταδόρος. Α ! Εδώ συμβαίνει παρεξήγησις. Δεν υπάρχει αμφιβολία. Ο άνθρωπος θα νομίζη πως κάποιο άλλο πρόσωπο διαμένει εδώ μέσα και σ΄αυτό απευθύνει τους καϋμούς και τους οδυρμούς της καρδιάς του. Φανερό πως πριν από μένα θα καθόταν η σκληρόκαρδη στο έντιμο διαμέρισμά μου. Θα τον βγάλω από την πλάνη τον άνθρωπο, να ησυχάση κι εκείνος κι εγώ.
Κι ανοίγω το παράθυρο. Ειναι πανσέληνος, ο δρόμος κολυμπάει στο φεγγαρίσιο ασήμι. Περιμένω να ιδώ κάποιον νέο, η οπωσδήποτε νέο, τέλος πάντων. Και οποία εκπληξί μου, όταν, μέσα στην πανδαισία του σεληνόφωτος, βλέπω έναν ψηλό και αδύνατο γέρο, με την κιθάρα στο χέρι. Η αγανάκτησί μου ξεφούσκωσε αμέσως.
-Εσείς τραγουδάτε; τον ρωτώ.
-Μάλιστα.
-Και πετάξατε και πέτρες στο παράθυρό μου, για ν' ανοίξω το κρυστάλλινο τζάμι;
-Εγώ ...Σας γίνομαι ενοχλητικός ίσως, αλλά δεν δύναμαι να πράξω άλλως. Ο έρως.. ..Έχετε ερωτευθή καμμιά φορά ;
-Πολλές...
-Εγώ μόνον άπαξ. Διότι πιστεύω εις τον ένα και μοναδικό έρωτα. Και εις αυτόν επιμένω.
Έχει έρθει πολύ κοντά. Κι όπως είναι ψηλός και το παράθυρό μου λίγο χαμηλό-γιατί το κάτω πάτωμα είναι σχεδόν ημιυπόγειο-δεν με χωρίζει ούτε ένα μέτρο απόστασι από το κεφάλι του. Το πρόσωπό του είναι πολύ συμπαθητικό, έχει μια γλυκειά ευγένεια κι ένα άσπρο μουστακάκι. Τι σόϊ ερωτευμένος, στα εξήντα χρόνια; και κανταδόρος μάλιστα. Έλα Παναγία μου !
-Ο έρως είναι αναφαίρετον δικαίωμα παντός ανθρώπου, ανεξαρτήτως ηλικίας, φυλής και θρησκεύματος, του λέω μαλακά. Και η καντάδα επίσης , με κάποιους περιορισμούς. Παρ' όλον ότι στην εποχή μας είναι σύστημα χρεωκοπημένο.
-Εγώ επιμένω εις τα παλαιά.
-Να επιμένετε. Αλλά οφείλω να σας πληροφορήσω ότι εδώ δεν εμμένει πλέον το αγαπημένο σας πρόσωπον. Εδώ τώρα εμμένω εγώ. Η "εκείνη σας", έχει αλλάξει μίσθιον. Υποθέτω ότι θα έφυγε προ δέκα η είκοσι ημερών..
-Προ είκοσι τεσσάρων ετών ! απαντά ο συμπαθητικός γέρος.
Αϊ, αυτό πια ήταν από εκείνα που ακούει κανείς μια φορά στη ζωή του, η και καμμιά.
-Προ είκοσι τεσσάρων ετών; λέω και νομίζω πως ονειρεύομαι.
-Μάλιστα. Έως τότε διέμενε εδώ. Την είχα ιδή σ' ένα αποκριάτικον χορόν και την ερωτεύθην. Ερχόμουν, λοιπόν και της έκανα καντάδες κάθε νύχτα.
-Μόνος;
-Όχι. Είχα και δύο φίλους μου συνοδούς, που με σεγκοντάριζαν. Τον Παρασκευάν και τον Χαρίλαον.
-Και τώρα γιατί δεν έχονται πλέον;
-Απεβίωσαν
-Θεός σχωρές τους.
-Ευχαριστώ. Ρωμαντικός έρως όπως αντιλαμβάνεσθε. Διήρκησε τρία και ήμισυ έτη. Όταν άρχισα την καντάδα μου, εκείνη άνοιγε σιγά-σιγά το παράθυρόν της-αυτό το παράθυρον εις το οποίον τώρα προβάλλετε σεις. Και έβλεπα το ωραιότατον και θεσπέσιον πρόσωπόν της, προικισμένον με όλας τας χάριτας της φύσεως. Α! αυτή δεν ήτο γυναίκα, ήτο θεά !....
-Και γιατί δεν την επήρατε;
-Την εζήτησα, δια γνωστού μου προσώπου, το οποίον ανέλαβε να μεσολαβήση. Αλλά ο σεβαστός και άσπλαχνος πατήρ της, απέρριψε παταγωδώς την πρότασίν μου, διότι ήμουν πτωχός........
-Λοιπόν;
-Ο έρως μας εξηκολούθει. Διότι ηγαπώμεθα. Εξηκολούθησα τις καντάδες μου. Εκείνη μου έρριπτε πότε-πότε κάποιο ρόδον, το οποίον ησπάζετο προηγουμένως. Τα έχω φυλαγμένα στο σπίτι μου. Κάποιαν νύχτα ετόλμησα να κρεμάσω και σχοινένια σκάλα και ν' ανέβω έως εκεί. Ήταν ο μόνος ασπασμός που αντήλλαξα με το ίνδαλμά μου.
-Δεν επαναλάβατε το πείραμα;
-Όχι. Διότι έπεσα και υπέστην κάταγμα των πλευρών. Όταν ανέρρωσα επανήλθον.
-Ωραία. Και οι σεβαστοί και άσπλαχνοι γονείς της, δεν σας έπαιρναν είδησι;
-Ο μεν πατήρ της ήταν βαρήκοος ! Η δε μήτηρ της, συνεπάθει το αίσθημά μας.
-Και εποίει την νήσσαν!....
-Ακριβώς. Τριάμισυ έτη διέρευσαν ετσι. Και μίαν ημέραν πληροφορούμαι ότι η εκλεκτή μου νυμφεύεται, με άνθρωπον που της επέβαλεν ο σεβαστός και σκληρός πατήρ της. Ενυμφεύθη και μετεκόμισεν εις άλλην οικίαν.
-Και σεις τι κάνατε;
-Εγώ ηξηκολούθησα τις καντάδες μου. Κατ' αρχάς επρόβαλλεν η σεβαστή μήτηρ της, η οποία και συνέπασχε μαζί μου. Έπειτα οι σεβαστοί γονείς απέθαναν. Οι ένοικοι ήρχοντο και παρήρχοντο και εγώ, συνέχιζα τις αισθηματικές μου μελωδίες
-Και τις συνεχίζετε ακόμη.
-Επί 28 συναπτά έτη. Σχεδόν δεν έλειψα μίαν νύχτα.
-Πολύ συγκινητικά ολ' αυτά που μου λέτε καλέ μου κύριε, αλλά τι σκοπό έχει αυτή η επιμονή; Αφού εκείνη έφυγε....
-Μάλιστα. Αλλά ο έρως μου δεν εστρέφετο μόνον προς την αγαπημένην μου, αλλά και προς το παράθυρον, που την επλαισίωνε. Εκείνη έφυγε, το παράθυρον μένει. Αυτό το παράθυρον είναι ο έρως μου, οι αναμνήσεις μου, το ίνδαλμά μου. Εδώ, που επρόβαλλεν εκείνη, θεσπεσία και αξιολάτρευτος. Εδώ έχω εναποθέσει την καρδίαν μου.
-Στο παράθυρο;
-Ναι, έτσι αγαπούσαμε εμείς οι παλαιότεροι, στους ρωμαντικούς χρόνους. Εκείνη τώρα έχει χοντρήνει, τα μαλλιά της έχουν λευκανθεί. Είναι και πολύτεκνος. Αλλά εγώ νομίζω ότι την βλέπω πάντοτε νέαν, ωραίαν, και εξαισίαν ως άγγελον, όπως τότε........
-Και δεν πρόκειται να παραιτηθήτε;
-Μα πώς να αποχωρισθώ από το αγαπημένο μου παράθυρον; Είναι η μόνη μου σκέψις.. Ας μη σας ενοχλώ πλέον. Καληνύχτα σας. Αύριον θα επανέλθω......
Και επανήλθε. Και ξαναεπανήλθε. Και ερχόταν κάθε νύχτα, για να μη μ' αφήνη να ευχαριστηθώ ύπνο. Δεν του ξαναείπα τίποτα, γιατί ο συμπαθητικός κι' ευγενικός γέρος, με είχε συγκινήσει βαθειά. Ακόμα και ο πιο πεζός άνθρωπος του κόσμου, έχει μια τρυφερή χορδή στην κιθάρα της ψυχής του..
Όμως έπρεπε να κοιμηθώ κιόλας. Η μια σκέψη που έκανα ήταν ν' αλλάξω σπίτι πριν τον δω καμμιά νύχτα να μου ανεβαίνη με σχοινένια σκάλα. Αλλά μια δεύτερη, σοφώτερη, άστραψε στο νου μου. Και το δέκατο πέμπτο βράδυ, άνοιξα το κρυσταλλένιο τζάμι.
-Μπορώ να σας πω ;
-Ορίστε.
-Το αγαπάτε πολύ το παράθυρο;
-Είναι το μόνο που αγαπώ.
-Λοιπόν. Αν το βγάλω και σας το δώσω ολόκληρο, με τα παραθυρόφυλλα, τα τζάμια, το πλαίσιο, και το πρεβάζι....
-Θα κάνετε τέτοια θυσία; μ' έκοψε με τρεμάμενη φωνή. Α! Τι υπέροχη χειρονομία !
-Θα εξακολουθείτε να επανέρχεστε;
-Δια ποίον λόγον; Αφού το παράθυρον θα το έχω εγώ; Θα το στήσω στην αυλήν του σπιτιού μου και θα κάνω εκεί τις καντάδες μου.
-Λαμπρά. Αύριο το βράδυ φέρτε ένα καροτσάκι να το πάρετε !
Πρωϊ-πρωϊ έφερα μαστόρους, ξύλωσαν το παράθυρο κι έβαλαν καινούργιο. Και αργά το βράδυ, ο ευγενικός γέρος κουβάλησε ένα καροτσάκι και το φόρτωσε. Μούσφιξε το χέρι: Με κάνετε τον ευτυχέστερο άνθρωπο του κόσμου, μου είπε. Σας ευγνομονώ.
-Που είναι το σπίτι σας;
-Ιορδάνου 86. Καληνύχτα σας.
Πέρασα κιόλας την άλλη νύχτα, λίγο μετά τα μεσάνυχτα. Ήταν μια παλιά μονοκατοικία, με κήπο. Καθώς πλησίαζα άκουσα πάλι τη βραχνή φωνή του γέρου
" Ρόδον, ρόδον μου ωραίον..... "
Έσπρωξα σιγά την εξώπορτα και τον είδα με την κιθάρα, μπροστά στο παράθυρο που τόχε στήσει στην αυλή.....
Κι έπειτα την έκλεισα σιγά και τράβηξα για ύπνο.....


Σημείωση δική μου:
Το κείμενο δακτυλογραφήθηκε από μένα. Δεν το έχω συναντήσει πουθενά στο διαδίκτυο. Προσπάθησα να διατηρήσω την ορθογραφία του συγγραφέα.
Ι.Β.Ν.

2 σχόλια:

Μελίτη είπε...

Απίστευτα όμορφο διήγημα. Τρυφερό, γεμάτο συγκίνηση αλλά και γλυκόπικρο. Με ένα λεπτό χιούμορ. Το καλό χιούμορ που μόνο ο Παν.Παπαδούκας και κάποιοι άλλοι της γενιάς του διέθεταν.
Μας μαγεύεις με αυτά τα σπάνια κείμενα! Τι διαμάντια στ' αλήθεια!!!

KatoKallithiotis είπε...

ΥΠΕΡΟΧΟ.ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ ΣΕ ΟΛΟΥΣ.
Γιωργος.