
Κάθε βράδυ είχαν την ίδια διασκέδαση. Από το Παρίσι , όπου απέκτησαν, με τις οικονομίες τους, μια μικρή περιουσία, αλλ΄όπου καμμιά φιλία ή συγγένεια δεν τους εκρατούσε, είχαν μετακομίσει στην επαρχία, όπου επερνούσαν τα ήρεμα γηρατειά τους. Η κ. Μαρτέν έπλεκε, απ΄το πρωί ως το βράδυ και ο σύζυγός της υπεδέχετο, κάθε βράδυ, το τραίνο των 8. 13 !
Τι περίεργα πάθη, που κρύβει η ψυχή των ανθρώπων ! Ο κ. Μαρτέν ήταν κυριευμένος από το ιδικό του. Όλες του οι σκέψεις, όλες του οι ελπίδες συνεκεντρούντο, σ΄ένα και μόνον θέμα, το τραίνο του Παρισιού !... Του έφερνε, στη μονοτονία της επαρχιακής ζωής, το άγνωστο, το φανταστικό, την κίνηση, τον θόρυβο, την ποικιλία...Ο κ. Μαρτέν επρόσεχε τους επιβάτες που κατέβαιναν, τους εμετρούσε, τους παρακολουθούσε και διεσκέδαζε. Η περιέργεια, το ενδιαφέρον, χίλια κρυφά αισθήματα εθέρμαιναν το αίμα του κι΄οταν, κατόπιν, εξεκινούσε το τραίνο, ο κ. Μαρτέν επερίμενε στο σταθμό, μέχρις ότου και τα τελευταία κόκκινα φωτάκια εχάνοντο στο βάθος της νυκτός....
Έπειτα, εγύριζε στο σπίτι. Η γυναίκα του τον επερίμενε ανυπόμονα κι΄αυτός άρχιζε την αναφορά του, ενώ εκείνη εσυνέχιζε το πλέξιμο :
Απόψε ο φίλος μας είχε φθάσει με το λεπτό στην ώρα του. Στίς 8.13 εστεκόταν πίσω από τα κάγκελα του σταθμού, αλλά το τραίνο είχε λίγη καθυστέρυση :
Ποιόν να περιμένη; Δεν είχε συγγενείς κι ούτε από τους φίλους του δεν έφευγε κανείς. Αλλ΄οπωσδήποτε η καθυστέρησις τον ενωχλούσε....Για να κατευνάση την ανυπομονησία του, άρχισε να πηγαινοέρχεται και να μετράη τα βήματα του. Επι τέλους, όμως, άκουσε από μακρυά ένα παρατεταμένο σφύριγμα κι έσπευσε πάλι, στο πόστο του.
Το τραίνο κετέφθασε βαρύ, προ του σταθμού, ξεφύσησε ακόμη μιά-δυό φορές κι εσταμάτησε... Ενας, δυό, τρείς, τέσσαρες- 4 ασήμαντοι ταξιδιώται κατέβηκαν κι επροσπέρασαν τον κ. Μαρτέν.
Έξαφνα, όμως, κατέβηκεν από ένα κομπαρτιμέντο α΄θέσεως και μία νεαρά κυρία. Ήταν ξανθή, νόστιμη, και πολυ καλοντυμένη. Ώρμησε προς την έξοδο, έδωκε το εισητήριό της, παρετήρησε τον κ. Μαρτέν κι επροχώρησε κατ΄επάνω του:
Και με ένα πλάγιο βλέμμα του έδειξε κάποιον άλλον επιβάτην- τον έκτον, που έφευγε τώρα απογοητευμένος.
Σιγά-σιγά, άδειασε κι η έξοδος από τον κόσμο και ο κ. Μαρτέν ευρέθηκε ολομόναχος με τη χαριτωμένη Παρισινή. Εκκοκίνησε σαν μαθητής του Γυμνασίου και η φωνή του έτρεμε :
Ειμαι ξένη, κι έρχομαι για λογαριασμό του ανδρός μου, να συνεννοηθώ με τον δικηγόρο του, για κάποια υπόθεσή μας, που θα δικασθή εδώ. Ποιό ειναι το καλλίτερο ξενοδοχείο; Θέλετε να μου δείξετε ;... Ο κ. Μαρτέν δεν είπε οχι. Μαγεμένος απο το ανοιχτόκαρδο και ειλικρινές ύφος της ωραίας Παρισινής, υπεκλίθη, της προσέφερε ιπποτικά το μπράτσο του και ειπε:
Και έτσι επροχώρησαν μέσα στο βραδυνό ημίφως των δρόμων. Εκουβέντιαζαν σαν παλιοί γνώρημοι και κάπου-κάπου, το κρυστάλλινο γέλιο της νεαρής κυρίας έσχιζε τη σιωπή της μικρής πόλεως. Δεν πρόσεχαν τα κατάπληκτα βλέμματα που τους παρακολουθούσαν και τις συνομιλίες που διεκόπτοντο στα τραπεζάκια του κεντρικού καφενείου. Πρό του ξενοδοχείου, αποχαιρετίσθηκαν με μιά θερμή χειραψία και ο κ. Μαρτέν επέστρεψε στο σπίτι του με την καρδιά γεμάτη....
Στην γυναίκα του....χμ.!...στην γυναίκα του δεν ήταν δυνατόν να διηγηθή τίποτε, αυτήν την φορά.... Οχι ! Δεν παρετήρησε μεγάλα πράγματα στο τραίνο των 8.13. Είχεν απλώς καθυστέρησι. Αυτό ήταν όλο....Αλλά την επομένην, εβούιζεν η πόλις από την περιπέτεια του κ. Μαρτέν...Ο κ.Μαρτέν είχε μιαν ανηψιά !...Μιάν ανηψιά΄; Οχι δά !...Την είχε υποδεχθή στο σταθμό, την είχεν εναγκαλισθή, την επήρε απο το μπράτσο και την ωδήγησε στο ξενοδοχείον...Ολοι το είδαν, όλοι το ήξεραν, όλοι το εσχολίαζαν....Βεβαίως ο δυστυχής, μπορεί τώρα να θυμώνη με τον εαυτό του, όταν βλέπει τα μάτια της γυναίκας του, η οποία-εννοείται-επληροφορήθη, το σκάνδαλον από το πρωί της επομένης. Τώρα, φυσικά, ο κ. Μαρτέν στενοχωρείται γα κάθε λέξι των φίλων του, που τον ρωτούν στη Λέσχη, για κάθε πονηρό μειδίαμα των διαβατών, που τον χαιρετούν, για κάθε αυστηρό βλέμμα των κυριών που τον κριτικάρουν. Η ωραία και απολαυστική γαλήνη της ζωής του, διεταράχθη. Και δεν του μένει, παρά μονάχα η ανάμνησις ενός νεανικού αγκαλιάσματος και δυό δροσερών φιλιών στα ρυτιδωμένα του μάγουλα...
Δεν πηγαίνει πιά στο σταθμό ο κ. Μαρτέν, για το τραίνο των 8.13, ούτε θα ξαναπάη ποτέ. Αλλά από τότε που διεδόθη η περιπέτειά του, είναι είκοσι- μάλιστα είκοσι ! - οι μεσόκοποι ψαρομάλληδες, που στέκονται, κάθε βράδυ, στην έξοδο του σταθμού και περιμένουν κανένα "τυχερό " σαν κι αυτό του κ. Μαρτέν...
1 σχόλιο:
Νοσταλγικό και διαφορετικό μέχρι στιγμής το ιστολόγιο, γοητευτικά αταίριαστο εντός του διαδικτύου...
Καλοτάξιδο!
Να ελπίζω και σε Παπαδιαμάντη;
Δημοσίευση σχολίου