ΚΑΛΩΣ ΗΛΘΑΤΕ ΣΤΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ ΜΟΥ !

26 Σεπτεμβρίου 2008

Το ποτάμι....Αντώνης Σαμαράκης


Η διαταγή ήτανε ξεκάθαρη: Απαγορεύεται το μπάνιο στο ποτάμι, ακόμα και να πλησιάζει κανένας σε απόσταση λιγότερο απο διακόσια μέτρα. Δε χώραγε λοιπόν καμιά παρανόηση. Οποιος την παρέβαινε τη διαταγή, θα πέρναγε στρατοδικείο. Τους τη διάβασε τις προάλλες ο ίδιος ο ταγματάρχης. Διέταξε γενική συγκέντρωση, ολο το τάγμα, και τους τη διάβασε. Διαταγή της Μεραρχίας ! Δεν ήτανε παίξε γέλασε. Ειχανε κάπου τρείς βδομάδες που ειχαν αράξει δώθε απο το ποτάμι. Κείθε απο το ποτάμι ηταν ο εχθρός, οι Αλλοι οπως τους λέγανε πολλοί. 
Τρείς βδομάδες απραξία. Σίγουρα δε θα βάσταγε πολύ τούτη η κατάσταση, για την ώρα ομως επικρατούσε ησυχία. Και στις δυό οχθες του ποταμού, σε μεγάλο βάθος, ήτανε δάσος. Πυκνό δάσος. Μες το δάσος είχανε στρατοπεδεύσει και οι μέν και οι δέ. Οι πληροφορίες τους ήτανε πως οι Αλλοι είχανε δυό τάγματα εκεί. Ωστόσο, δεν επιχειρούσαν επίθεση, ποιός ξέρει τι λογαριάζανε να κάνουν. Στο μεταξύ, τα φυλάκια, και απο τις δυό μεριές, ηταν εδώ κι εκεί κρυμένα στο δάσος, ετοιμα για πάν ενδεχόμενο. Τρείς βδομάδες ! Πως είχανε περάσει τρείς βδομάδες ! Δε θυμόντουσαν σ' αυτόν τον πόλεμο που ειχε αρχίσει εδώ και δυόμισι περίπου χρόνια , άλλο τέτοιο διάλειμμα σαν και τούτο. Οταν φτάσανε στο ποτάμι, εκανε ακόμα κρύο. 
Εδώ και μερικές μέρες, ο καιρός ειχε στρώσει. Ανοιξη πιά ! Ο πρώτος που γλίστρησε κατα το ποτάμι ήτανε ο λοχίας. Γλίστρησε ενα πρωινό και βούτηξε. Λίγο αργότερα σύρθηκε ως τους δικούς του, με δυό σφαίρες στο πλευρό. Δεν εζησε πολλες ωρες... Την αλλη μέρα, δυό φαντάροι τραβήξανε για κεί. Δεν τους ξαναείδε πιά κανένας. Ακούσανε μόνο πυροβολισμούς, και μετα σιωπή. Τότε βγήκε η διαταγή της Μεραρχίας. Ητανε ωστόσο μεγάλος πειρασμός το ποτάμι. Τ' ακούγανε που κυλούσε τα νερά του και το λαχταρούσανε. Αυτά τα δυόμισι χρόνια, τους ειχε φάει η βρώμα. Ειχανε ξεσυνηθίσει ενα σωρό χαρές. Και νά, τώρα, που ειχε βρεθεί στο δρόμο τους αυτό το ποτάμι. Αλλά η διαταγή της Μεραρχίας....
Στο διάολο η διαταγή της Μεραρχίας ! είπε μεσ' απο τα δόντια του εκείνη τη νύχτα. Γύριζε και ξαναγύριζε και ησυχία δεν είχε, Το ποτάμι ακουγότανε πέρα και δεν τον άφηνε να ησυχάσει. Θα πήγαινε την άλλη μέρα, θα πήγαινε οπωσδήποτε. Στο διάολο η διαταγή της Μεραρχίας ! Οι άλλοι φαντάροι κοιμόντουσαν. Τέλος τον πήρε κι αυτόν ο ύπνος. Ειδε ενα όνειρο, εναν εφιάλτη. Στην αρχή, το είδε όπως ητανε: ποτάμι. Ητανε μπροστά του αυτό το ποτάμι και τον περίμενε. Και αυτός γυμνός στην όχθη, δεν επεφτε μέσα. Σαν να τον βάσταγε ενα αόρατο χέρι. Υστερα το ποτάμι μεταμορφώθηκε σε γυναίκα. Μιά νέα γυναίκα, μελαχροινή, με σφιχτοδεμένο κορμί. Γυμνή, ξαπλωμάνη στο γρασίδι, τον περίμενε. Και αυτός , γυμνός μπροστά της, δεν επεφτε πάνω της. Σαν να τον βάσταγε ενα αόρατο χέρι. Ξύπνησε βαλαντωμένος, δεν ειχε ακόμα φέξει...
Φθάνοντας στην οχθη, στάθηκε και το κοίταξε. Το ποτάμι ! Ωστε υπήρχε λοιπόν αυτό το ποτάμι ; Ωρες ωρες, συλλογιζότανε μήπως δεν υπήρχε στ' αλήθεια. Μήπως ητανε μια φαντασία τους, μια ομαδική ψευθαίσθηση. Ειχε βρεί μια ευκαιρία και τράβηξε κατά το ποτάμι. Το πρωινό ητανε θαύμα ! Αν ητανε τυχερός και δεν τον παίρνανε μυρουδιά... Να πρόφταινε να βουτήξει στο ποτάμι, να μπεί στα νερά του, τα παρακάτω δεν τον νοιάζανε. Σ' ενα δέντρο , στην όχθη, αφησε τα ρούχα του, και ορθιο πάνω στον κορμό, το τουφέκι του. Εριξε δυό τελευταίες ματιές, μια πίσω του, μην ήτανε κανένας απο τους δικούς του, και μιά στην αντίπερα οχθη, μην ήτανε κανένας απο τους Αλλους. Και μπήκε στο νερό....
Απο τη στιγμή που το σώμα του, ολόγυμνο, μπήκε στο νερό, τούτο το σώμα που δυόμισι χρόνια βασανιζότανε, που δυό τραύματα το είχανε ως τώρα σημαδεύσει, απο τη στιγμή αυτή ενοιωσε αλλος ανθρωπος. Σαν να πέρασε ενα χέρι μ' ενα σφουγγάρι μέσα του και να τά ' σβησε αυτά τα δυόμισι χρόνια. Κολυμπούσε πότε μπρούμυτα, πότε ανάσκελα. Αφηνότανε να τον πηγαίνει το ρεύμα. Εκανε και μακροβούτια... Ηταν ενα παιδί τώρα αυτός ο φαντάρος, που δεν ήτανε παρά εικοσιτριών χρονών κι ομως τα δυόμισι τελευταία χρόνια ειχαν αφήσει βαθειά ιχνη μέσα του. Δεξιά κι αριστερά, και στις δυό οχθες, φρτερουγίζανε πουλιά, τον χαιρετούσανε περνώντας πότε πότε απο πάνω του. Μπροστά του, πήγαινε τώρα ενα κλαδί που το εσερνε το ρεύμα. Βάλθηκε να το θτάσει μ' ενα μονάχα μακροβούτι. Και τα κατάφερε, Βγήκε απο το νερό ακριβώς δίπλα στο κλαδί. Ενοιωσε μια χαρά ! 
Αλλά την ίδια στιγμή ειδε ενα κεφάλι μπροστά του, κάπου τριάντα μέτρα μακρυά. Σταμάτησε και προσπάθησε να δεί καλύτερα. Και εκείνος που κολυμπούσε εκεί τον ειχε δεί, ειχε σταματήσει κι αυτός. Κοιτάζονταν. Ξανάγινε αμέσως αυτός που ητανε και πρωτύτερα: ενας φαντάρος που ειχε κιόλας δυόμισι χρόνια πόλεμο, που ειχε εναν πολεμικό σταυρό, που ειχε αφήσει το τουφέκι του στο δέντρο. Δεν μπορούσε να καταλάβει αν αυτός αντίκρυ του ήτανε απο τους δικούς του η απο τους Αλλους. Πως να το καταλάβει ; Ενα κεφάλι εβλεπε μονάχα. Μπορούσε νάναι ενας απο τους δικούς του. Μπορούσε νάναι ενας απο τους Αλλους. Για μερικά λεπτά, και οι δυό τους στέκονταν ακίνητοι στα νερά. Τη σιωπή διέκοψε ενα φτάρνισμα. Ηταν αυτός που φταρνίστηκε, και κατά τη συνήθειά του βλαστήμησε δυνατά. Τότε εκείνος αντίκρυ του άρχισε να κολυμπάει γρήγορα προς την αντίπερα οχθη. Κι αυτός ομως δεν εχασε καιρό.
 Κολύμπησε προς την όχθη του μ' ολη του τη δύναμη. Βγήκε πρώτος. Ετρεξε στο δέντρο που ειχε αφήσει το τουφέκι του, το αρπαξε. Ο Αλλος ο,τι εβγαινε απο το νερό. Ετρεξε τώρα κι εκείνος να πάρει το τουφέκι του. Σήκωσε το τουφέκι του αυτός, σημάδεψε. Του ητανε πάρα πολύ εύκολο να του φυτέψει μια σφαίρα στο κεφάλι. Ο Αλλος ητανε σπουδαίος στόχος ετσι καθώς ετρεχε ολόγυμνος, κάπου είκοσι μονάχα μέτρα μακρυά. Οχι, δεν τράβηξε τη σκανδάλη. Ο Αλλος ηταν εκεί, γυμνός οπως ειχε ερθει στον κόσμο. Κι αυτός ηταν εδώ, γυμνός οπως ειχε ερθει στον κόσμο... Δεν μπορούσε να τραβήξει. Ητανε και οι δυό γυμνοί. Δυό ανθρωποι γυμνοί. Γυμνοί απο ρούχα. Γυμνοί απο ονόματα. Γυμνοί απο εθνικότητα. Γυμνοί απο τον χακί εαυτό τους.. Δεν μπορούσε να τραβήξει. Το ποτάμι δεν τους χώριζε τώρα, αντίθετα τους ενωνε. Δεν μπορούσε να τραβήξει. Ο Αλλος ειχε γίνει ενας αλλος ανθρωπος τώρα, χωρίς αλφα κεφαλαίο, τίποτα λιγότερο, τίποτα περισσότερο.
Χαμήλωσε το τουφέκι του. Χαμήλωσε το κεφάλι του. Και δεν ειδε τίποτα ως το τέλος, πρόφτασε να δεί μονάχα κάτι πουλιά που φτερουγίσανε τρομαγμένα σαν επεσε απο την αντικρινή οχθη η τουφεκιά,... κι αυτός, γονάτισε πρώτα,.... υστερα επεσε.... με το πρόσωπο στο χώμα.....

Δεν υπάρχουν σχόλια: